- διάκτωρ
- διάκτοροςministermasc nom sgδιάκτωρmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάκτωρ — διάκτωρ, ο (Α) ο διάκτορος … Dictionary of Greek
Diactorvs — DIACTŎRVS, i, Gr. Διάκτορος, ου, ein Beynamen des Mercurius, welcher von διάκτωρ, internuncius, den Namen hat, weil er nämlich der Götter Dollmetscher ist; oder er hat ihn auch von διάγω bekommen, so fern wir nämlich durch ihn, als den Gott der… … Gründliches mythologisches Lexikon
διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… … Dictionary of Greek
φοβοδιάκτορες — οἱ, Α (ως προσωνυμία διαφόρων δαιμόνων) οι υπηρέτες τού φόβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ τού φέβομαι) + διάκτορος / διάκτωρ «διάκονος, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
διάκτορα — διάκτορος minister masc acc sg διάκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκτορε — διάκτορος minister masc nom/voc/acc dual διάκτορος minister masc voc sg διάκτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκτορι — διάκτορος minister masc dat sg διάκτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκτορος — minister masc gen sg διάκτορος minister masc nom sg διάκτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκτορσιν — διάκτορος minister masc dat pl διάκτωρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)